- σμεουριά
- (rubus idaeus). θαμνώδες φυτό της οικογένειας των Ροδιδών, που ονομάζεται επιστημονικά ρούβος της Ιδης. Ο καρπός του ονομάζεται σμέουρο σμέουρδο ή νάουρο αλλά είναι γνωστός και με το γαλλικό όνομα «φραμ-πουάζ». Φυτό συγγενές με τη βατομουριά, συναντιέται άγριο σε δροσερές δασώδεις περιοχές των βουνών της Β. Ελλάδας και στην Ιδη (από όπου το όνομά του) της Μ. Ασίας. Εχει υπόγειο χοντρό ρίζωμα, από όπου δίνει βλαστούς όρθιους ή έρποντες, συνήθως επιμήκεις (60-120 εκ.) και ακανθωτούς. Οι παραφυάδες αυτές έχουν βλαστική διάρκεια δύο μόνο ετών: τον πρώτο χρόνο δίνουν μόνο φύλλα, πτεροσχιδή, με 3 φυλλάρια τα ανώτερα και 5 τα κατώτερα. Τα άνθη εμφανίζονται το δεύτερο χρόνο· είναι λευκά και σχηματίζουν πλάγιους κορύμβους. Οι ψευδόκαρποί του είναι σφαιρικοί χυμώδεις, αρωματικοί και έχουν χρώμα κόκκινο-ρουμπινί θαμπό. Πρόκειται για τα συγκάρπια (βατόμουρα), σχηματισμένα από τη συγκόλληση πολλών μικροσκοπικών δρυπών. Σε μερικές χώρες (Βέλγιο, Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία καλλιεργούνται σε μεγάλη κλίμακα για τους εδώδιμους καρπούς τους και για τη βιομηχανική παρασκευή χυμών και κονσερβαρισμένων φρούτων. Από τους καρπούς επίσης παρασκευάζονται χρήσιμα για τη φαρμακευτική σιρόπια (διουρητικά).
Στην Ελλάδα η σ. καλλιεργείται σε πολύ μικρή κλίμακα. Για την καλλιέργεια της χρειάζονται δροσερά προσήλια χωράφια. Ο πολλαπλασιαμός γίνεται με παραφυάδες.
Σμεουριά (ρούβος της Ίδης): κλαδίσκος και καρποί.
* * *και σμεουρδιά, η, Ν [σμέουρο]κοινή ονομασία τού είδους φυτού Rubus idaeus, η βατομουριά.
Dictionary of Greek. 2013.